λαφυροπώλιον

λαφυροπώλιον
λαφυροπώλιον και λαφυροπωλεῑον, τὸ (Α) [λαφυροπώλης]
1. τόπος όπου πουλούσαν τα λάφυρα («αὐτοὶ πειρατεύοντες ἢ τοῑς πειραταῑς λαφυροπώλια καὶ ναύσταθμα παρέχοντες», Στράβ.)
2. (ο τ. λαφυροπώλιον) πώληση λαφύρων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαφυροπώλιον — sale of booty neut nom/voc/acc sg λαφῡροπώλιον , λαφυροπωλέω sell booty imperf ind act 3rd pl (doric) λαφῡροπώλιον , λαφυροπωλέω sell booty imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαφυροπώλια — λαφυροπώλιον sale of booty neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαφυροπωλείον — λαφυροπωλεῑον, τὸ (Α) βλ. λαφυροπώλιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”